- λοβελίνη
- η(φαρμ.) αλκαλοειδές που λαμβάνεται από τα ξηραμένα φύλλα και τις κορυφές τών βλαστών τής πόας Lobelia inflata και διεγείρει το αναπνευστικό κέντρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
αναληπτικά — Φάρμακα που έχουν την ικανότητα να διεγείρουν την αναπνευστική ή καρδιοκυκλοφορική λειτουργία, ή και τις δύο συγχρόνως, όταν αυτές έχουν εξασθενήσει από οποιαδήποτε παθολογική αιτία. Οι συνηθέστερες ενδείξεις χρήσης των α. είναι οι δηλητηριάσεις… … Dictionary of Greek
λοβελίδες — (lobeliaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των καμπανουλιδών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει μονοετή ή πολυετή φυτά, με χαρακτηριστικά άνθη που μοιάζουν με μικρές πεταλούδες και τα οποία μπορεί να είναι μονήρη ή ενωμένα σε επάκριες… … Dictionary of Greek